Ἀνδρονίκου

Ἀνδρονίκου
Ἀνδρόνικος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγοι — Αυτοκράτορες της τελευταίας βυζαντινής δυναστείας (1261 – 1453). Η μακρά περίοδος της βασιλείας των Π., που συμπίπτει με την τελευταία φάση –πολύπλοκη και βαθύτατα δραματική– της βυζαντινής ιστορίας, χαρακτηρίζεται από την παρακμή βασικών θεσμών …   Dictionary of Greek

  • ειρήνη — I Θεά των αρχαίων, προστάτιδα της ειρήνης, κόρη του Δία και της Θέμιδας και αδελφή της Ευνομίας και της Δίκης, με τις οποίες αποτελούσε τις τρεις Ώρες. Στην αρχαία Αθήνα, κατά τις γιορτές των Συνοικίων, οι πιστοί προσέφεραν στη θεά αναίμακτες… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Ησαΐας — I (8oς αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Ιουδαίος προφήτης που έζησε στην Ιερουσαλήμ, εμπνευστής της θρησκευτικής μεταρρύθμισης που εισήγαγε ο βασιλιάς Εζεκίας. Κλήθηκε στο προφητικό αξίωμα κατά τη διάρκεια οράματος εντός του Ναού και ενώ τα Σεραφείμ… …   Dictionary of Greek

  • ευδοκία — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Η οσιομάρτυρας, η εκ Σαμαρειτών. Έζησε επί Τραϊανού και ήταν πόρνη. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό. Η μνήμη της τιμάται την 1η Μαρτίου. 2. Η μάρτυς. Καταγόταν από την Ανατολή και αιχμαλωτίστηκε από τους… …   Dictionary of Greek

  • μονεμβασία — Ιστορική μεσαιωνική πόλη στην ανατολική ακτή της Λακωνίας, χτισμένη σ’ ένα βράχο ύψους 300 μ., αποκομμένο από την ξηρά, με την οποία τη συνδέει μια γέφυρα. Η M., με 90 κατοίκους υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μονεμβασίας. Η Μ. είχε παραμείνει… …   Dictionary of Greek

  • ξένη — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε στη φωτιά. Η μνήμη της τιμάται στις 18 Ιανουαρίου. 2. Καταγόταν από τη Ρώμη και ήταν ευγενής. Δραπέτευσε με δύο υπηρέτριες της τις παραμονές του γάμου της και πήγε στη Μύλασσα της Μικράς… …   Dictionary of Greek

  • Άννα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αδελφή της Διδούς, της ερωμένης του Αινεία. Προσπάθησε να τον πείσει να μην εγκαταλείψει την αδελφή της και, όταν αυτός έφυγε (υπακούοντας στις θεϊκές εντολές), η Διδώ αυτοκτόνησε από τη λύπη της. Σύμφωνα πάντως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”